Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἐπὶ χρόνον

  • 1 время

    -мени, πλθ. времена, -мен, -менам ουδ.
    1. χρόνος, χρονικό διάστημα (αιώνας, έτος, ώρες κλπ.). || ώρα•

    московское время ώρα Μόσχας•

    время обеда ώρα φαγητού•

    сколько -ни? πόσο εθν’ η ώρα; τι ώρα είναι; || καιρός, χρόνος•

    время идет ο καιρός κυλάει, τρέχει, φεύγει•

    в последнее время он пьет τελευταύα αυτός πίνει..- летит ο καιρός πετά (φεύγει)•

    время не вдет ο καιρός δεν περιμένει•

    долгое время πολύ καιρό, επί μακρόν χρόνον•

    в настоящее время τώρα,στον ενεστώτα (παρόντα) χρόνο•

    потерянное время ο καιρός που πάει χαμένος•

    мне время дорого για μένα ο χρόνος είναι ακριβός•

    не теряйте -ни даром μή χάνετε τον καιρό μάταια•

    выиграть время κερδίζω χρόνο•

    провести время περνώ τον καιρό•

    время покажет ο χρόνος θα δείξει•

    время работает на нас ο καιρός δουλεύει για μας (προς όφελος μας)•

    в любое время οποτεδήποτε, οποιαδήποτε ώρα•

    новые -на νέοι καιροί•

    во время войны τον καιρό του πολέμου•

    на некоторое время για λίγο καιρό•

    свободное время ο ελεύθερος χρόνος.

    2. η καιρική κατάσταση, ο καιρός•

    ненастное время ο συννεφιασμένος καιρός•

    довдливое время βροχερός καιρός•

    зимнее время χειμώνας-καιρός.

    3. εποχή•

    с непамятных -ен από αμνημονεύτους χρόνους•

    -на года οι εποχές του έτους.

    4. (φιλοσ.) ο χρόνος•

    пространство и время - основные формы бытия ο χώρος και ο χρόνος είναι οι βασικές μορφές της ύλης.

    5. (γραμμ.) χρόνος•

    настоящее время ο ενεστώτας χρόνος•

    будущее время μέλλοντας χρόνος•

    прошедшее время παρελθονταςχρόνος.

    εκφρ.
    во время оноπαλ. κάποτε•
    во все –на – για πάντα, για πάντοτε, παντοτινά•
    в первое время – κατ’ αρχήν, στην αρχή, αρχικά•
    в свое - – α) κάποτε στον καιρό του (στο παρελθόν), β) έγκαιρα (όταν χρειάζεται)•
    в скором -ни – πολύ σύντομα, γρήγορα•
    до -ни ή до поры до –ниπαλ. για την ώρα, ως ένα χρονικό διάστημα, ώσπου να έρθει ο καιρός, η περίσταση•
    до сего -ни – μέχρι τώρα, μέχρι αυτή τη στιγμή•
    ко -ни – έγκαιρα, στην προθεσμία•
    на время – προσωρινά•
    со -ем – με τον καιρό•
    все время – όλη την ώρα, συνεχώς, ακατάπαυστα, διηνεκώς•
    одно время – σε λίγο (χρόνο), εντός ολίγου•
    раньше -ни – πρόωρα, νωρίς•
    самое время – (απλ.) η καταλληλότερη ώρα, στιγμή•
    тем -ем – εν τω μεταξύ, στο αναμεταξύ, κατά το διάστημα αυτό•
    от -ни ή от -ни до -ни ή по -нам – κάποτε, πότε-πότε, κάπου-κάπου, που και που, από καιρό σε καιρό, κατά καιρούς, ενίοτε•
    в то время как... – ενώ, καθ’ όν χρόνον, αν και, μολονότι, μ’ όλο που•
    с течением -ни – με τον καιρό, με την πάροδο τουχρόνου.

    Большой русско-греческий словарь > время

  • 2 долго

    долго
    нареч γιά πολύ (καιρό), ἐπί πολύ, ἐπί μακρόν χρόνον, πολλή ὠρα:
    это дело \долго тянется αὐτή ἡ δουλειά τραβά σέ μάκρος, αὐτή ἡ δουλειά παρατραβάει· ◊ \долго ли до беды τό κακό δέν ἀργεῖ νά ἔρθει.

    Русско-новогреческий словарь > долго

  • 3 About

    prep.
    of time or place. P. and V. περ (acc.), V. ἀμφ (acc.) (rare P.). Of time, also P. and V. κατ (acc.).
    About this very time: P. ὑπʼ αὐτὸν τὸν χρόνον.
    Near: P. and V. πρός (dat.), ἐπ (dat.)
    About one's knees: V. ἀμφ γούνασι (Eur., Alc. 947).
    Concerning: P. and V. περ (acc. or gen.), V. ἀμφ (gen. or dat.).
    After verbs expressing anxiety, fear, etc.: P. and V. περ (dat.), ἀμφ (dat.), πέρ (gen.).
    For the sake of: P. and V. ἕνεκα (gen.), δι (acc.), χριν (gen.) (Plat.), πέρ (gen.), Ar. and V. οὕνεκα (gen.), ἕκατι (gen.), V. εἵνεκα (gen.).
    ——————
    adv.
    Round about, around: P. and V. πέριξ (rare P.), κύκλῳ.
    Nearly: P. and V. σχεδόν, σχεδόν τι.
    With numbers: P. μάλιστα, ὡς, or use prep., P. ἀμφί (acc.), περί (acc.), P. and V. εἰς (acc.).
    What are you about? P. and V. τί πάσχεις;
    Be about to: P. and V. μέλλειν (infin.).
    Bring it about that: see Effect.
    Come about: see Happen.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > About

  • 4 Pass

    v. trans.
    Hand on: P. and V. παραδιδόναι.
    Passing ( the children) on through a succession of hands: V. διαδοχαῖς ἀμείβουσαι χερῶν (τέκνα) (Eur., Hec. 1159).
    Pass ( word or message): P. and V. παραφέρειν, παραγγέλλειν, παρεγγυᾶν (Xen.).
    Go past: P. and V. παρέρχεσθαι, P. παραμείβεσθαι (Plat.), Ar. and V. περᾶν, V. παραστείχειν.
    Sail past: P. παραπλεῖν, παρακομίζεσθαι.
    Go beyond ( of time or place): P. and V. παρέρχεσθαι, Ar. and V. περᾶν (Eur., And. 102).
    Having passed the appointed time: V. παρεὶς τὸ μόρσιμον.
    Their line had now all but passed the end of the Athenian wall: P. ἤδη ὅσον οὐ παρεληλύθει τὴν τῶν Ἀθηναίων τοῦ τείχους τελευτὴν ἡ ἐκείνων τείχισις (Thuc. 7, 6).
    Go through: P. and V. διέρχεσθαι.
    Cross: P. and V. περβαίνειν, διαβάλλειν, διαπερᾶν, περβάλλειν, Ar. and P. διαβαίνειν, περαιοῦσθαι, διέρχεσθαι, P. διαπεραιοῦσθαι (absol.), διαπορεύεσθαι, Ar. and V. περᾶν, V. ἐκπερᾶν.
    Pass ( time): P. and V. διγειν (Eur., Med. 1355) (with acc. or absol.), τρβειν, Ar. and P. διατρβειν (with acc. or absol.), κατατρβειν, V. ἐκτρβειν, διαφέρειν, διεκπερᾶν, Ar. and V. γειν.
    Pass time in a place: Ar. and P. ἐνδιατρβειν (absol.).
    Pass a short time with a person: P. σμικρὸν χρόνον συνδιατρίβειν (dat.) (Plat., Lys. 204C).
    Pass the night: P. and V. αὐλίζεσθαι, V. νυχεύειν (Eur., Rhes.).
    Pass ( accounts): P. ἐπισημαίνεσθαι (εὐθύνας) (Dem. 310).
    Pass ( a law), of the lawgiver: P. and V. τιθέναι (νόμον); of the people: P. and V. τθεσθαι (νόμον).
    Pass sentence: P. and V. ψῆφον φέρειν, ψῆφον διαφέρειν, ψῆφον τθεσθαι, P. δίκην ψηφίζεσθαι.
    Pass sentence on: see Condemn.
    Never would they have lived thus to pass sentence on another man: V. οὐκ ἄν ποτε δίκην κατʼ ἄλλου φωτὸς ὧδʼ ἐψήφισαν (Soph., Aj. 648).
    V. intrans. P. and V. ἔρχεσθαι, ἰέναι, χωρεῖν, Ar. and V. βαίνειν, στείχειν, περᾶν, V. ἕρπειν, μολεῖν ( 2nd aor. of βλώσκειν).
    A goddess shall be struck by mortal hand unless she pass from my sight: V. βεβλήσεταί τις θεῶν βροτησίᾳ χερὶ εἰ μὴ ʼξαμείψει χωρὶς ὀμμάτων ἐμῶν (Eur., Or. 271).
    Let pass: P. and V. ἐᾶν; see admit, let slip.
    Go through: P. and V. διέρχεσθαι.
    Go by: P. and V. παρέρχεσθαι, V. παρήκειν.
    Go by ( of time): P. προέρχεσθαι.
    Elapse: P. and V. παρέρχεσθαι, διέρχεσθαι.
    Expire: P. and V. ἐξέρχεσθαι, ἐξήκειν; see also under past.
    Disappear: P. and V. φανίζεσθαι, διαρρεῖν, πορρεῖν, φθνειν (Plat.).
    Pass ( of a law): P. and V. νικᾶν.
    Be enacted: P. and V. κεῖσθαι.
    Pass along: P. ἐπιπαριέναι (acc.).
    Pass away: P. and V. πέρχεσθαι, παρέρχεσθαι.
    This decree caused the danger that lowered over the city to pass away like a cloud: P. τοῦτο τὸ ψήφισμα τὸν τότε τῇ πόλει περιστάντα κίνδυνον παρελθεῖν ἐποίησεν ὥσπερ νέφος (Dem. 291).
    met., disappear: P. and V. φανίζεσθαι, διαρρεῖν, πορρεῖν, φθνειν (Plat.), Ar. and V. ἔρρειν (also Plat. but rare P.).
    Have passed away, be gone: P. and V. οἴχεσθαι, ποίχεσθαι, V. ἐξοίχεσθαι, Ar. and V. διοίχεσθαι (also Plat. but rare P.).
    Pass by: see pass, v. trans.
    met., neglect: P. and V. μελεῖν; see Neglect, Omit.
    Pass from ( life): P. and V. παλλάσσεσθαι βίου, V. μεταστῆναι βίου.
    Pass into: see Enter.
    Change into: P. μεταβαίνειν εἰς (acc.), μεταβάλλειν (εἰς acc., or ἐπί acc.); see Change.
    Pass off: P. and V. ἐκβαίνειν, P. ἀποβαίνειν.
    Pass away: see pass away.
    Pass on: P. προέρχεσθαι, P. and V. προβαίνειν.
    Pass out of: V. ἐκπερᾶν (acc. or gen.).
    Pass over, omit: P. and V. παριέναι, παραλείπειν, ἐᾶν; see Omit.
    Pass over in silence: P. and V. σιγᾶν (acc.), σιωπᾶν (acc.), V. διασιωπᾶν (acc.).
    Slight: see Slight.
    Pass through: P. and V. διέρχεσθαι (acc.), V. διέρπειν (acc.), διαστείχειν (acc.), Ar. and V. διεκπερᾶν (acc.), διαπερᾶν (acc.) (rare P.).
    Travel through: Ar. and V. διαπερᾶν (acc.) (rare P.), P. διαπορεύεσθαι (acc.).
    Pass through, into: V. διεκπερᾶν εἰς (acc.).
    Pierce: see Pierce.
    Of time (pass through life, etc.): P. and V. διέρχεσθαι (acc.), V. διαπερᾶν (also Xen. but rare P.).
    met., endure: P. and V. διεξέρχεσθαι; see Endure.
    Bring to pass: P. and V. νύτειν, κατανύτειν, διαπράσσειν (or mid. in P.); see Accomplish.
    Come to pass: P. and V. συμβαίνειν, συμπίπτειν, παραπίπτειν, γίγνεσθαι, τυγχνειν, συντυγχνειν; see Happen.
    ——————
    subs.
    Defile: P. and V. εἰσβολή, ἡ, ἄγκος, τό (Xen.), P. στενόπορα, τά, στενά, τά, πάροδος, ἡ, V. στενωπός, ἡ.
    Safe conduct: Ar. and P. δίαδος, ἡ, P. ἄδεια, ἡ, P. and V. ἀσφλεια, ἡ.
    Difficulty: P. and V. πορία, ἡ; see also predicament.
    Having come to so sore a pass: V. εἰς τὰς μεγίστας συμφορὰς ἀφιγμένος (Eur., I.A. 453).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Pass

См. также в других словарях:

  • χρόνος — I Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο X. ήταν θεότητα που προσωποποιούσε την αιωνιότητα. Πρώτος ο Φερεκύδης ανέφερε τον X. ως θεότητα. Οι Ορφικοί παραδέχονταν τον X. ως αρχή του κόσμου. Η θεοποίηση του X. παρατηρείται και στους ποιητές των… …   Dictionary of Greek

  • PROSERPINA — Iovis et Cereris filia, quae cum in campis Ennaeis flores legeret, a Plutone rapta est. Ovid. Met. l. 5. v. 391. Quô dum Proserpina lucô Ludit, et aut violas, aut candida lilia carpit; Pene simul visa est, dilectaque reptaque Diti. Orpheus tamen …   Hofmann J. Lexicon universale

  • τοσσάτιος — ατίη, ον, Α (δεικτ. αντων.) 1. τόσο μεγάλος ή τόσο σπουδαίος («φεῡ, ἀπὸ τοσσατίου κάλλεος εἰμὶ κόνις», Βαβρ.) 2. τόσο εκτεταμένος («τοσσάτιον μογέεσκον ἐπὶ χρόνον», Απολλ. Ρόδ.) 3. (ο πληθ. αρσ. ως ουσ.) τοσσάτιοι τόσο πολλοί άνθρωποι 4. το ουδ.… …   Dictionary of Greek

  • времѧ — ВРЕМ|Ѧ (> 1000), ЕНЕ с. 1.Одна из форм существования материи: Не възможьно оубо рече. вне же врѣмѩ суть в мирѣ быти КР 1284, 358в; второѥ [в троице] ѥдиносоущьствьно оц҃ю и числоу и времени вышьша соуща нарицаѥть (χρόνων) ГА XIII XIV, 222а;… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …   Deutsch Wikipedia

  • πολύς — πολλή, πολύ, ΝΜΑ, και επικ. τ. πουλύς, πουλύ και ιων. τ. πολλός, ή, όν, Α 1. (για αριθμό και συχνά με ονόματα τα οποία δηλώνουν την έννοια τού πλήθους) αυτός που υπάρχει ή γίνεται σε μεγάλη ποσότητα (α. «συγκεντρώθηκε πολύς λαός για να τόν… …   Dictionary of Greek

  • ELEUSINIA — Inter omnia Graecorum sacra, tanta semper fuit Eleusiniorum religio, ut commune mysteriorum nomen illis veluti proprium ab Auctoribus tribuatur, ideoqueve de iis paulo fusius agendum. Eleusinia vero sic dicta sunt, ab Eleusi Atticae opp. cuius… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • πλείων — πλείον και πλέων, πλέον, ΝΜΑ / πλείων, πλεῑον, αιολ. και δωρ. τ. αρσ. πλήων, αττ. συνηρ. τ. ουδ. πλεῑν και κρητ. τ. πλίον και ιων. τ. πλεῡν και αρκαδ. τ. πλός, Α (ως συγκριτ. βαθμός τού επιθ. πολύς) 1. (σχετικά με ποσότητα, μέγεθος, έκταση και… …   Dictionary of Greek

  • ДАВИД ДИСИПАТ — ДИСИПАТ [греч. Ϫαυΐδ, Ϫαβὶδ Ϫισύπατος] († между 1347 и 1354), мон., богослов, сторонник учения свт. Григория Паламы. С. Петридис (см.: Pétridès S. David et Gabriel, hymnographes // EO. 1905. Vol. 8. P. 299) предположил возможность отождествления… …   Православная энциклопедия

  • Polydamas de Skoutoussa — Polydamas de Skotoussa Polydamas de Skoutoussa est l un des plus fameux athlètes grecs de l Antiquité. Polydamas de Skotoussa est champion des Jeux olympiques de pancrace en 408 av. J. C.. Cet athlète jouit d’une grande renommée et ses exploits… …   Wikipédia en Français

  • Polydamas de skotoussa — Polydamas de Skoutoussa est l un des plus fameux athlètes grecs de l Antiquité. Polydamas de Skotoussa est champion des Jeux olympiques de pancrace en 408 av. J. C.. Cet athlète jouit d’une grande renommée et ses exploits furent souvent comparés… …   Wikipédia en Français

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»